- ευσυλλόγιστος
- εὐσυλλόγιστος, -ον (Α)1. αυτός που γίνεται εύκολα αποδεκτός από τη λογική («εὐσυλλογιστότερα... τἀληθῆ», Αριστοτ.)2. αυτός που συμπεραίνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ-λογίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσυλλόγιστον — εὐσυλλόγιστος well concluded masc/fem acc sg εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσυλλογιστότερα — εὐσυλλόγιστος well concluded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)